- περίστῳον
- περίστῳονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιστῴου — περίστῳον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστώιον — περίστῳον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίστῳα — περίστῳον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίστωο — το / περίστῳον, ΝΑ, και περιστόϊον Α το περίστυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στῳον / στόϊον (< στωϊά / στοιά, άλλοι τ. τού στοά*), πρβλ. προ στῷον] … Dictionary of Greek